Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τινὰ ὅτι

  • 1 Head

    subs.
    P. and V. κεφαλή, ἡ, V. κορυφή. ἡ (Eur., Or. 6; also Xen. but rare P.), κρα, τό, acc. also κρᾶτα, τόν, gen. κρατός, τοῦ, dat. Ar. and V. κρατί, τῷ.
    Over head, adv.: P. and V. νω, νωθεν.
    With two heads, adj.: V. ἀμφίκρανος.
    With three heads: V. τρίκρανος, Ar. τρικέφαλος.
    With a hundred heads: V. ἑκατογκρανος, Ar. ἑκατογκέφαλος.
    With many heads: P. πολυκέφαλος.
    Nod the head ( in assent), v.: P. and V. ἐπινεύειν.
    Shake the head ( in refusal): Ar. and P. νανεύειν.
    Throw back the head: P. and V. νακύπτειν (Eur., Cycl. 212).
    On my head let the interference fall: Ar. πολυπραγμοσύνη νυν εἰς κεφαλὴν τρέποιτʼ ἐμοί (Ach. 833).
    Why do you say things that I trust heaven will make recoil on the heads of you and yours? P. τί λέγεις ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κεφαλήν; (Dem. 322).
    Bringing curse on a person's head, adj.: V. ραῖος (dat. of person) (also Plat. but rare P.).
    Put a price on a person's head: P. χρήματα ἐπικηρύσσειν (dat. of person).
    They put price on their heads: P. ἐπανεῖπον ἀργύριον τῷ ἀποκτείναντι (Thuc. 6, 60).
    He put a price upon his head: V. χρυσὸν εἶφʼ ὃς ἂν κτάνῃ (Eur., El. 33).
    Mind, brain, subs.: P. and V. νοῦς, ὁ. Ar. and V. φρήν, ἡ, or pl. (rare P.).
    Do whatever comes into one's head: P. διαπράσσεσθαι ὅτι ἂν ἐπέλθῃ τινί (Dem. 1050).
    Turn a person's head: P. and V. ἐξιστναι (τινά).
    Head of a arrow, subs.: V. γλωχς, ἡ.
    Head ( of a plant): Ar. κεφαλή, ἡ, κεφλαιον, τό.
    Head of a spear: P. and V. λογχή. ἡ (Plat.).
    Headland: headland.
    Projecting point of anything: P. τὸ πρόεχον.
    Bring to a head, v. trans.: V. καρανοῦν; see Accomplish.
    Come to a head, v. intrans.: of a sore, P. ἐξανθεῖν; met., P. and V. ἐξανθεῖν, V. ἐκζεῖν, ἐπιζεῖν, P. ἀκμάζειν.
    Ignorance of the trouble gathering and coming to a head: P. ἄγνοια τοῦ συνισταμένου καὶ φυομένου κακοῦ (Dem. 245).
    Heads of a discourse. etc., subs.: P. κεφάλαια, τά.
    Source, origin: P. and V. ἀρχή, ἡ; see Origin.
    Chief place: P. and V. ἀρχή, ἡ. P. ἡγεμονία, ἡ.
    Head ( concretely), leader: P. and V. ἡγεμών, ὁ or ἡ; see also Chief.
    At the head of, in front of, prep.: P. and V. πρό (gen.).
    Superintending: P. and V. ἐπ (dat.).
    Put at the head of, v.: P. and V. ἐφιστναι (τινά τινι).
    Be at the head of: P. and V. ἐφίστασθαι (dat.), προστατεῖν (gen.) (Plat.), Ar. and P. προΐστασθαι (gen.).
    Those at the head of affairs: P. οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι.
    ——————
    adj.
    Principal: P. and V. πρῶτος.
    Supreme: P. and V. κύριος.
    Head ( wind): P. and V. ἐναντίος; see Contrary.
    ——————
    v. trans.
    Be leader of: P. ἡγεῖσθαι (dat. of person, gen. of thing), Ar. and P. προΐστασθαι (gen. of person).
    Lead the way: P. and V. ἡγεῖσθαι (dat.).
    Start, begin: P. and V. ἄρχειν (gen.); see Begin.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Head

  • 2 Concrete

    subs.
    Rubble: Ar. and P. χλιξ, ὁ or ή.
    Cement: P. and V. πηλός, ὁ.
    ——————
    adj.
    Opposed to abstract.
    Did you not just say that the upholsterer makes not the abstract conception which, as we say, constitutes the bed, but the concrete bed: P. οὐκ ἄρτι ἔλεγες ὅτι ... (ὁ κλινοποιός)... οὐ τὸ εἶδος ποιεῖ ὃ δή φαμεν εἶναι ὃ ἔστι κλίνη ἀλλὰ κλίνην τινά (Plat. Rep. 597A).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Concrete

См. также в других словарях:

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»